- γεραιαί
- γεραιόςoldfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεραιᾶι — γεραιᾷ , γεραιός old fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετασεύομαι — και επικ. τ. μετασσεύομαι (Α) 1. σπεύδω μετά από κάποιον ή πίσω από κάποιον, συνοδεύω κάποιον με σπουδή ή παρακολουθώ κάποιον σπεύδοντας («πολλαὶ δὲ μετεσσεύοντο γεραιαί», Ομ. Ιλ.) 2. τρέχω ή ορμώ εναντίον κάποιου ή πίσω από κάποιον, καταδιώκω,… … Dictionary of Greek
γεραί' — γεραιά , γεραιός old neut nom/voc/acc pl γεραιά̱ , γεραιός old fem nom/voc/acc dual γεραιά̱ , γεραιός old fem nom/voc sg (attic doric aeolic) γεραιέ , γεραιός old masc voc sg γεραιαί , γεραιός old fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)